Εδώ Λονδίνο: Μεγάλη Παρασκευή, μόνη στην εκκλησία
Aναδημοσίευση από το protagon.gr
Φέτος το Πάσχα με βρήκε στο Λονδίνο, όπως και πολλούς άλλους Έλληνες της Διασποράς. Έτσι, λίγο η έλλειψη της Ελλάδας, που είναι τόσο όμορφη το Πάσχα, λίγο η περιέργεια μου, με έκαναν να πάω στην εκκλησία.
Η μια επιλογή ήταν η St. Sophia’s Greek Orthodox Cathedral στο κέντρο του Λονδίνου, μια πανέμορφη εκκλησία την οποία επισκέπτεται, από την καθώς πρέπει διασπορά του Λονδίνου, τους εφοπλιστές, τους investment bankers, τους ακαδημαϊκούς μέχρι τους νεόφερτους φοιτητές, (safe choice αν έχεις κλείσει τραπέζι στο Elysee να σπάσεις πιάτα μετά την Ανάσταση!). Επέλεξα κάτι πιο ήρεμο, αλλά και πιο σουρεάλ. Σε ένα από τα “βασιλικά”, όπως τα αποκαλώ, προάστια του Λονδίνου, το Windsor, δεσπόζει η λεγόμενη Greek Orthodox Church of St. Andrew the Apostle. Το “δεσπόζει” ίσως λίγο παραπάει, αν σκεφτεί κανείς την Μεσαιωνικού στιλ μινιατούρα εκκλησία που βρίσκεται μέσα σε ένα Μεσαιωνικού επίσης στιλ νεκροταφείο, δυο λεπτά απ’το σπίτι μου, στο Englefield Green. Και την οποία ανακάλυψα πέρυσι το καλοκαίρι, όταν καθώς πήγαινα στο μίνι μάρκετ, συνάντησα ένα γλυκύτατο ζευγάρι, νεόφερτων μεταναστών απ’ τα Χανιά, το οποίο έβαφε και συντηρούσε αφιλοκερδώς την, αν μη τι άλλο, παραμυθένια ‘εκκλησία μας’.
Πέρασα δύο ολόκληρες ώρες στη λειτουργία της Μεγάλης Παρασκευής, και πράγματι απορώ πως έφτασα εκεί. Κακά τα ψέματα, όλοι μας ως παιδιά βαριόμασταν την εκκλησία. Ωστόσο ξέραμε πως τη Μεγάλη Εβδομάδα δεν υπήρχε ουδεμία περίπτωση να τη γλιτώσουμε, ακόμα και αν δεν ανήκαμε και στην πιο θρήσκα οικογένεια. Ωραία περίοδος το Πάσχα αν είσαι παιδί, στην Ελλάδα ! Λαμπάδες, ψώνια, καινούργια παπούτσια, χαλκομανίες στα αυγά, διλήμματα του στιλ «τι φούστα θα βάλω στην Ανάσταση μαμά;» ή σοβαρά προβλήματα όπως «γιατί να μην φάω κρέας την Μ. Παρασκευή;» ή «δεν μου αρέσει το χταπόδι». Μετά μεγαλώσαμε λίγο (αλλά εμείς νομίζαμε ότι μεγαλώσαμε πολύ!). Στο λύκειο φορούσαμε τζιν στην Ανάσταση, ενώ ανταλλάσσαμε SMS κατά τη διάρκεια της ατελείωτης λειτουργίας μέχρι να πει ο παπάς το «Δεύτε λάβετε φως», να φύγουμε επιτέλους να πάμε να φάμε το αρνάκι με τις πατάτες, αν φυσικά δεν ήμασταν αρκετά τυχεροί να ανήκουμε στις οικογένειες εκείνες που πάνε στην Ανάσταση στις δώδεκα παρά δέκα! Μεγαλώνουμε λίγο ακόμα και ίσως αν μπήξουμε και μια φωνή πόσο διάβασμα έχουμε, να την γλιτώσουμε την εκκλησία. Όλοι μας έχουμε λίγο πολύ παρόμοιες αναμνήσεις από το Πάσχα. Πιο γραφικό στην επαρχία και στα νησιά, λίγο πιο συνηθισμένο στην Αθήνα. Έτσι κι εγώ, πέρασα τις περισσότερες διακοπές του Πάσχα στο Ρέθυμνο, που ήταν και πιο παραδοσιακά, ενώ στην Αθήνα, ο μόνος μου ουσιαστικός δεσμός με την εκκλησία ήταν η εκκλησιαστική χορωδία που έκανε τον εκκλησιασμό λίγο καλύτερη εμπειρία. Μετά, καταραμένο Sorbonne I, διάβασα τον Ξένο, του Καμύ και ούτε στην Ανάσταση ήθελα να πάω, ούτε πουθενά, ενώ οι γιαγιάδες μου νομίζω ότι βρέθηκαν στα πρόθυρα νευρική κρίσης. Μετά που έφυγα και στην Αγγλία, το Πάσχα το αντιλαμβανόμουν πιο πολύ απ’ το facebook (selfies στον Επιτάφιο)! Τώρα για πρώτη φορά πήγα στην εκκλησία μόνη μου. Και προς μεγάλη μου έκπληξη και συγκίνηση θυμήθηκα πόσο μεγάλο ρόλο έπαιξε και παίζει η θρησκεία μας στο ανάθρεμμα της εκάστοτε νέας γενιάς Ελλήνων.
Ομολογώ πως ο Άγιος Ανδρέας με ξεγέλασε για λίγο, διότι ένιωσα πράγματι τη ζεστασιά της Ελλάδας. Σε μια τοσιδά εκκλησία που στεκόμουν μόνη μου για πόση ώρα, με κοιτούσαν όλοι λες και γνωριζόμασταν από πάντα. Ο καθένας στο ρόλο του: οι Κύπριοι ψάλτες, η κ. Μερόπη με το δίσκο, τα μικρά κοριτσάκια που έριχναν λουλούδια στον Επιτάφιο, ο κύριος που έκανε direct την όλη διαδικασία ενώ ο παπάς διέκοπτε τους ψαλμούς να του πει να φέρει κάτι! Όλοι τους απλοί και αληθινοί, γύρω από έναν Επιτάφιο πανέμορφο αλλά σίγουρα λιγότερο εκθαμβωτικό από τα ουράνια τόξα λουλουδιών στην Ελλάδα. Είχα αυτό το λυτρωτικό συναίσθημα ότι δεν υπήρχαν πρέπει και μη, αντίθετα με το άρτιο προσωπείο που πρέπει να φορέσουμε στην Ελλάδα πριν μπούμε στην εκκλησία. Ένιωσα πως ο καθένας έβαζε το λιθαράκι του σε αυτές τις στιγμές, σε σημείο που έπιασα τον εαυτό μου να συμμαζεύει ένα σεμεδάκι εικόνας που συνέχεια γλιστρούσε. Ένιωσα όμορφα και κατανυκτικά, μέσα σε μια τόση δα εκκλησούλα χωρίς περιττά και κουραστικά διακοσμητικά σε κάθε γωνιά, χωρίς έναν ιερέα απρόσιτο με χρυσοκέντητα ράσα, χωρίς κυρίες ντυμένες και βαμμένες στην τρίχα να φωνάζουν απειλητικά στα ασορτί παιδιά τους. Στην πραγματικότητα συναντούσες παρόμοιες φιγούρες ανθρώπων όπως και στην Ελλάδα, σε μία πιο απλουστευμένη όμως μορφή: μαυροφορεμένες γιαγιάδες με τα μπαστούνια και τις όμορφες, γήινες ρυτίδες τους, μπαμπάδες να κουβαλάνε μωράκια στον ώμο τους, παιδάκια να τριγυρνάνε γύρω απ’τον Επιτάφιο και να μαζεύουν τα πέταλα που είχαν πέσει από κάτω.
Ίσως, λοιπόν, την πιο ωραία μου Μεγάλη Παρασκευή να την πέρασα μόνη μου, εκεί μέσα. Σε μια πιο σουρεαλιστική εκδοχή περιφοράς στο σκοτεινό νεκροταφείο, με τις 200 χρόνων πέτρινες γερμένες ταφόπλακες, τον ιερέα να προσέχει μην πατήσει σε καμία από αυτές (ενώ λέει μέσα σε όλα ‘Υπέρ της Βασιλίσσης Ελισάβετ’!), τα παιδιά που κουβαλούσαν τον Επιτάφιο (συμπεριλαμβανομένου ενός άσπρου-άσπρου, ξανθού, στρουμπουλού Άγγλου) να προσέχουν μην ακουμπήσουν τα κεριά του Επιταφίου τα κλαδιά των δέντρων, και έναν μεθυσμένο Άγγλο περαστικό να τραγουδάει μες στα γέλια το «Kumbaya my Lord». Γύρισα κάποια στιγμή πίσω μου και το μόνο που διέκρινα μέσα στο σκοτάδι, ήταν τα κεράκια των πιστών που ακολουθούσαν τον Επιτάφιο στη μικρή του ξεχωριστή βόλτα. Τι γέλια που έβαλα δε όταν Κύπρια συμμαθήτριά μου απ’ το πανεπιστήμιο μου είπε πως την πρώτη φορά που έκαναν την περιφορά στο νεκροταφείο, οι κάτοικοι της περιοχής κάλεσαν την αστυνομία. Φαντάστηκα πώς θα φαινόταν στους Άγγλους γείτονες μου μια πομπή πίσω από ένα ξύλινο πράγμα με κεράκια, μες στη νύχτα, ανάμεσα στους τάφους. Αυτό λοιπόν που είναι παράξενο και τρομακτικό γι’ αυτούς, στα μάτια μιας Ελληνίδας φοιτήτριας στο Λονδίνο συμβόλιζε την κατάνυξη, τις παραδόσεις, την Ελλάδα μας. Τη μέρα εκείνη που συνάντησα τους «συντοπίτες» μου από τα Χανιά, έφυγα με κλάματα απ’την εκκλησία. Δε χωρούσε στο νου μου ότι κάποιος θα άφηνε την Κρήτη για ένα καλύτερο μεροκάματο στην Αγγλία. Θυμάμαι τους είχα ρωτήσει αν θέλουν να τους φέρω κάτι από την Κρήτη και με το ζόρι κρατήθηκα όταν άκουσα «Τίποτα κοπέλι μου, λίγο κρητικό αέρα και λίγη θάλασσα θέλουμε!».
Σήμερα όμως έφυγα με την καρδιά μου γεμάτη, με ακούσματα και όμορφες εικόνες, ζώντας μια Μ. Παρασκευή διαφορετική απ’ τις άλλες. Γιατί ίσως γι αυτούς που έφυγαν, ο Επιτάφιος απέκτησε ένα πιο ξεχωριστό νόημα, αυτό το συναίσθημα μιας μικρής Ελλάδας, όσο μακριά κι αν βρισκόμαστε από αυτήν!